βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]

βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]: βλασφημάω [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) -οκοπάου < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: ‘μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από