βιός, το [‘vʝos]: η περιουσία. [μσν. βίος, το (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. βίος, ὁ (μεταπλ.)· αποβ. του τελικού [s] κατά τα άλλα ουδ. σε -ο].
βιός, το [‘vʝos]
από
Ετικέτες:
βιός, το [‘vʝos]: η περιουσία. [μσν. βίος, το (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. βίος, ὁ (μεταπλ.)· αποβ. του τελικού [s] κατά τα άλλα ουδ. σε -ο].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση