βηλάρι, το [vi’lari]

βηλάρι, το [vi’lari]: ύφασμα αργαλειού [<λατ. velarium. Τ. ιον τον 6. αι. και ιν το 10. αι. (LBG, λ. ιον). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από