βερβερίζω [verve’rizo]

βερβερίζω [verve’rizo]: πονάω πολύ. [τούρκ. veresiye -ίζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *