βεντέμα, η [ve’ndema]

βεντέμα [ve’ndema]: ο τρύγος [<βεν. vendema].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *