βελζεβούλης, ο [velze’vulis]

βελζεβούλης, ο [velze’vulis]: βελζεβούλ. [βελζ-: < βελζεβούλ με προσαρμ. στο κλιτικό σύστημα της δημοτ. -ης· βερζ-: ανομ. υγρών [l-l > r-l]· ζερζ-: υποχωρ. αφομ. [v-z > z-z].


Δημοσιεύτηκε

σε

από