ΔΠΗ
βελανιδόκουπα, η [velani’ðokupa]: ο ανθός του βελανιδιού. [< βελανίδ(ι) -ο- κούπα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση