βελέντζα, η [ve’lendza]

βελέντζα, η [ve’lendza]: μάλλινο υφαντό αργαλειού: ‘Έστρωσε τις βελέντζες’ [τουρκ. velenç(e) -α θηλ. κατά τη λ. κουβέρτα].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από