βελάζω [ve’lazo]: α. (για πρόβατα και κατσίκες) βγάζω φωνή. β. (μτφ.) φωνάζω από τον πόνο: ‘Βέλαξα από τον πόνο’ [μσν. βελάζω < ελνστ. ή αρχ. *βελ(ῶ) (πρβ. ελλην. διαλεκτ. νότιας Ιταλίας βελώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. βελασ- (ηχομιμ., προφ. [be-]), σύγκρ. αρχ. βληχή (προφ. [blε:]) για τη φωνή των προβάτων].
βελάζω [ve’lazo]
από
Ετικέτες: