βατοκρυμμένος [vatokri’menos]

βατοκρυμμένος, -η, -ο [vatokri’menos]: α. ο κρυμμένος στα βάτα. β. (μτφ.) ο ακοινώνητος. [βάτ(ος) -ο- + κρυμμένος].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από