βαρκό, το [va’rko]

βαρκό, το [va’rko]: το ακαλλιέργητο χωράφι που κρατάει νερό.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *