βαρδουλιάζω [varðu’ʎazo]

βαρδουλιάζω [varðu’ʎazo]: ερεθισμός του δέρματος μετά από τσίμπημα ή επαφή με κτ. [βουρδουλιάζω < βουρδουλ(ιά) -ιάζω].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: