βαρδάρι, το [va’rðari]: α. το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε στην μυλόπετρα για να προκαλέσει την τροφοδοσία. β. Ο βάτραχος [ηχομιμ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
βαρδάρι, το [va’rðari]: α. το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε στην μυλόπετρα για να προκαλέσει την τροφοδοσία. β. Ο βάτραχος [ηχομιμ.].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: