βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]

βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]: (μειωτ.) ανήλικος που ερωτοτροπεί. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) + τσούλι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *