βαρέλα, η [va’rela]: ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό [μσν. βαρέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) varrili, varrile ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )· βαρέλ(ι) μεγεθ. -α].
βαρέλα, η [va’rela]
από
Ετικέτες:
βαρέλα, η [va’rela]: ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό [μσν. βαρέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) varrili, varrile ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )· βαρέλ(ι) μεγεθ. -α].
από
Ετικέτες: