βίκος, ο [‘vikos]: ψυχανθές φυτό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. [ελνστ. *βίκος (πρβ. ελνστ. υποκορ. βικίον, διαφ. το αρχ. βῖκος ‘κιούπι΄)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
βίκος, ο [‘vikos]: ψυχανθές φυτό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. [ελνστ. *βίκος (πρβ. ελνστ. υποκορ. βικίον, διαφ. το αρχ. βῖκος ‘κιούπι΄)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: