βάλμα βαλμά [‘valma va’lma]

βάλμα βαλμά [‘valma va’lma]: παιχνίδι που παίζεται σε κύκλο και ο ένας κυνηγά τον άλλον πιασμένοι, μεταξύ τους, από μια λωρίδα.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από