βάγια, η [‘vaʝa]: δάφνη. [ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς ‘φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
βάγια, η [‘vaʝa]
από
Ετικέτες:
βάγια, η [‘vaʝa]: δάφνη. [ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς ‘φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].
από
Ετικέτες: