αχερίζω [açe’rizo]: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο για να έχει τροφή τη νύχτα το άλογο. (Κανελλακόπουλος). [άχυρ(ο) -ίζω].
αχερίζω [açe’rizo]
από
Ετικέτες:
αχερίζω [açe’rizo]: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο για να έχει τροφή τη νύχτα το άλογο. (Κανελλακόπουλος). [άχυρ(ο) -ίζω].
από
Ετικέτες: