αχαμνός, -ή, -ό [axa’mnos]: α. (για άνθρωπο, ζώο ή μέλος του σώματος) ισχνός, λιπόσαρκος, αδύνατος | (για φυτό) που δεν αναπτύχτηκε κανονικά. β. για ύλη της οποίας η σύνθεση είναι περισσότερο μαλακή από όσο θα έπρεπε: ‘Aχαμνό ζυμάρι’. [μσν. αχαμνός ‘αδύναμος΄ < χαμνός με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-xa > enaxa > en-axa] < αρχ. χαῦνος ‘πορώδης, αραιός΄ (για την τροπή [vn > mn] δες στο μουνούχος) (μετακ. τόνου;)· αχαμν(ός) -ούτσικος, -ούλης].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf