αχάραγο, το [a’xaraγo]

αχάραγο, το [a’xaraγo]: πριν το ξημέρωμα: ‘Έφυγε τ’αχάραγο’. [α + χαρά(ζω) -γο].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από