αχάραγα [a’xaraγa]

αχάραγα [a’xaraγa]: πριν το ξημέρωμα: ΄Φύγανε τ’αχάραγα’. [α + χαρά(ζω) -γα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: