ΔΠΗ
αχάραγα [a’xaraγa]: πριν το ξημέρωμα: ΄Φύγανε τ’αχάραγα’. [α + χαρά(ζω) -γα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: