αφώτιγο, το [a’fotiγo]

αφώτιγο, το [a’fotiγo]: πολύ πρωί πριν χαράξει: ‘Μη πιάσεις και σηκωθείς τ’αφώτιγο!’. [αφώτιστος με τροπή στ σε γ].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από