αφόρειο, το [a’forʝo]

αφόρειο, το [a’forʝo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος. [μσν. αφόρετος < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)].

Και: https://ilialang.gr/αφόρεγο-αφόρετος-η-ο-aforetos/


Δημοσιεύτηκε

σε

από