αφνιάζομαι [a’fɲazome]

αφνιάζομαι [a’fɲazome]: ξαφνιάζομαι: ‘Αφνιάστηκα έτσι όπως μπήκες!’.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: