ΔΠΗ
ατσάκιγος, -η, -ο [a’tsakiγos]: ατσαλάκωτος: ‘Ήταν ατσάκιγο το κουστούμι του’. [α + τσακ(ίζω) -ιγος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: