ΔΠΗ
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: