ασκέρι, το [a’skeri]

ασκέρι, το [a’skeri]: ομάδα ανθρώπων, οικογένεια: ‘Ήρθε μ’όλο του τ΄ασκέρι’. [τουρκ. asker -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από