ασαλάχητος [asa’laçitos]

ασαλάχητος, -η, -ο [asa’laçitos]: αυτός που δεν παίρνει από λόγια.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από