ΔΠΗ
αρτσίδι [a’rtsiði]: (επιρρ.) βρεγμένος ως το κόκκαλο, λούτσα. (Κανελλακόπουλος).
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: