ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
αρουλιέμαι [aru’ʎeme]
αρουλιέμαι [aru’ʎeme]: ουρλιάζω. (Κανελλακόπουλος).
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Α
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΡΗΜΑ