αργάτης, ο [a’rγatis]: ξύλινος στύλος. [μσν. αργάτης < ελνστ. ἐργάτης (αρχ. σημ.: δες εργάτης) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ].
αργάτης, ο [a’rγatis]
από
Ετικέτες: