απόκλαδα, τα [a’poklaða]

απόκλαδα, τα [a’poklaða]: τα κομμένα κλαδιά που απομένουν και τα οποία τρώνε τα ζώα. [από + κλαδί].


Δημοσιεύτηκε

σε

από