αποσκιούρα [apo’scura]

αποσκιούρα [apo’scura]: (επιρρ.) σκιερό μέρος σε ηλιόλουστη μέρα. (Κανελλακόπουλος). [απόσκι(ο) -ούρα].

Όπως και: https://ilialang.gr/απόσκιο-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: