αποσκαφτή, η [aposka’fti]

αποσκαφτή, η [aposka’fti]: το μέρος που τελειώνει το βαθύ σκάψιμο σε ένα χωράφι. [από + σκάβω]. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από