αποπαίρνω [apo’perno]

αποπαίρνω [apo’perno]: α. συμπεριφέρομαι και ιδίως μιλώ απότομα, άσκημα σε κπ. β. ξεραίνομαι λίγο. γ. μισοπαγώνω [απο + παίρνω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από