απολύω [apo’lio]

απολύω [apo’lio]: απομακρύνομαι, εξαφανίζομαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολύω ‘λύνω, ελευθερώνω΄ & σημδ. γερμ. entlassen].


Δημοσιεύτηκε

σε

από