αποκοπή, η [apoko’pi]

αποκοπήη [apoko’pi]: εργασία που πληρώνεται συνολικά για όλο το έργο της και όχι με το μεροκάματο, ανεξάρτητα από τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωσή της. [αρχ. ἀποκοπή ‘κόψιμο΄].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από