απιθώνω [api’θono]

απιθώνω [api’θono]: τοποθετώ, ακουμπώ κτ. κάτω· αποθέτω: ‘Το απίθωσε το παιδί κειδά!’ [μσν. αποθώνω ([o > i] αναλ. προς το αντ. εσήκωσα – σηκώνω) < αποθ(έτω) μεταπλ. -ένω κατά το σχ.: έδεσα – δένω και μεταπλ. -ώνω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: