απηλοούμαι [apiλo’ume]

απηλοούμαι [apiλo’ume]: απαντώ, απολογούμαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολογοῦμαι]


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: