απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]

απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]: γυναίκα που πηδάει πάνω από φράχτες για να πάει κάπου με πονηρό σκοπό. [α- +πηδ(ώ) –ο- + φράχτ(ης) -α].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από