απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]

απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]: μια αλλαξιά ρούχα. (Κανελλακόπουλος). [απαλλάσσω από τον αορ. απαλλάξα -ίδια].

Και: https://ilialang.gr/αλλαξιά-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από