απίσκοντι [a’piskondi]

απίσκοντι [a’piskondi]: (επιρρ.) παράμερα: ‘Δε φαίνεται από δωπά το σπίτι μας γιατί είναι απίσκοντι!’. (Κανελλακόπουλος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από