απήδουλος, ο [a’piðulos]: μεγάλο πήδημα: ‘Έδωσε έναν απήδουλο και πέρασε απέναντι’. [α- + πηδ(άω) + -ούλος].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
απήδουλος, ο [a’piðulos]: μεγάλο πήδημα: ‘Έδωσε έναν απήδουλο και πέρασε απέναντι’. [α- + πηδ(άω) + -ούλος].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: