απάγκιος, -α, -ο [a’panɟos]: αυτός που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιος].
Και: https://ilialang.gr/απάγκιο-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i