αξάϊ, το [a’ksai]

αξάι, το [a’ksai]: δικαίωμα εργάτη για το άλεσμα.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από