αξάγκλυγος [a’ksaŋgliγos]

αξάγκλυγος, -η, -ο [a’ksaŋgliγos]: αχτένιστος, απεριποίητος: ‘Είναι μια αξάγκλυγη γυναίκα’  [ίσως, ξαγκλύζω & ξεγκλύζω ← α-*εξεγκλύζω < εγκλύζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: