ανώρας [a’noras]: (επιρρ.) νωρίς πρωί- πρωί. [<αρχ. έκφρ. εν ώρᾳ (Χατζ., Λεξ., λ. ανώ-)· πβ. ιδιωμ. ανώρως -α (Andr., λ. ένωρος) και τηνωράς (Dawkins, Μαχ. Β΄, σ. 237)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i