ΔΠΗ
αναχασκίζω [anaxa’skizo]: ανοίγω το στόμα μου: ‘Τι αναχασκίζεις έτσι!’ [ανά + χάσκ(ω) -ίζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: