αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]: ανασηκώνω: ‘Αναφουφούλιασα το μαξιλάρι’. [ανα- + φουφούλ(α) + -ιάζω (αγνωστη ετυμολογία)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]: ανασηκώνω: ‘Αναφουφούλιασα το μαξιλάρι’. [ανα- + φουφούλ(α) + -ιάζω (αγνωστη ετυμολογία)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i